- αλιτρόβιος
- ἀλιτρόβιος, -ον (Α)αυτός που ζει βίο αμαρτωλό, ανόσιος, ανήθικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτρός + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλιτροβίοιο — ἀλιτρόβιος living wickedly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροβίων — ἀλιτρόβιος living wickedly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτρός — ἀλιτρός, όν (Α) 1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος 2. δόλιος, πονηρός, πανούργος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek